- ευθυβολώ
- (ΑΜ εὐθυβολῶ, -έω) [ευθυβόλος]ρίχνω ή στέλνω κάτι κατ' ευθείαν μπροστά («εὐθυβολεῑν τὸν γόνον», Πλούτ.)(ειδικά για όπλα) πετυχαίνω τον στόχοαρχ.1. εκτοξεύομαι, ρίχνομαι κατ' ευθείαν μπροστά («τοῡ σπέρματος εὐθυβολοῡντος εἰς [τὴν μήτραν]», Πλούτ.)2. αποβλέπω σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.